- μουντάρω
- (λ. ιταλ.), μούνταρα και μουντάρισα, ορμώ αιφνιδιαστικά, ρίχνομαι σε κάποιον, χιμώ, αρπάζω: Μούνταρε πάνω της και την άρπαξε από το μαλλί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.