μουντάρω

μουντάρω
(λ. ιταλ.), μούνταρα και μουντάρισα, ορμώ αιφνιδιαστικά, ρίχνομαι σε κάποιον, χιμώ, αρπάζω: Μούνταρε πάνω της και την άρπαξε από το μαλλί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μουντάρω — μουντάρω, μούνταρα και μουντάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μουντάρω — και μοντάρω κινούμαι ορμητικά εναντίον κάποιου, εφορμώ, χυμώ, επιτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare «ανεβαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • μοντάρω — (I) 1. τεχνολ. συναρμολογώ τα τμήματα μιας μηχανής 2. (γραφ. τέχν. κινην. φωτογρ.) κάνω μοντάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare (βλ. λ. μοντάζ)]. (II) βλ. μουντάρω …   Dictionary of Greek

  • μουντάρισμα — το αιφνίδια επίθεση εναντίον κάποιου, εφόρμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουντάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρ ισμα, λιντσάρ ισμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”